11.4 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Οι αρμοδιότητες του Εισαγγελέα στην Ελληνική επικράτεια

Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών – Συνταγματολόγος – Νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Ελλάδα – Συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα – Δ.Σ. Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων – Δ.Σ. Ιδρύματος Μπότσαρη.

Ο Εισαγγελέας εξετάζει καταγγελίες, αναφορές, μηνύσεις που αφορούν παραβίαση της εθνικής νομοθεσίας από απλούς πολίτες ή παραβίαση της εθνικής νομοθεσίας από διοικούντες της Δημόσιας Διοίκησης (ή τοπικής αυτοδιοίκησης), διατάσσει προκαταρκτική εξέταση και ασκεί ποινική δίωξη. Οι ανώνυμες καταγγελίες, λαμβάνονται υπόψη, όταν είναι στοιχειοθετημενες ή αφορούν ζημία εις βάρος του ελληνικού Δημοσίου. Σε διαφορετική περίπτωση, αρχειοθετούνται. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δύναται να εκδίδει εγκυκλίους , οι οποίες απευθύνονται προς το σύνολο των εισαγγελέων της χώρας. Ο Εισαγγελέας δίνει εντολές προς τα αστυνομικά όργανα, το λιμενικό σώμα ή το προσωπικό τελωνείου, με σκοπό την εφαρμογή των νόμων ή την εξιχνίαση μιας υπόθεσης. Το Σύνταγμα προβλέπει ξεκάθαρα στο άρθρο 87, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, αλλά πειθαρχικά παραπτώματα, προαγωγές και μεταθέσεις Εισαγγελέων και δικαστών, ρυθμίζονται από το υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο υπουργός Δικαιοσύνης έχει δικαίωμα να παραγγείλει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για κάθε αξιόποινη πράξη.

Η πολιτική αγωγή στην ποινική διαδικασία μπορεί να κινηθεί από τον εισαγγελέα, όταν ο ζημιωμένος είναι ανίκανος, επειδή πάσχει από ψυχική ασθένεια και δεν έχει αντιπρόσωπο νόμιμο διορισμένο ή όταν ζημιώθηκε το ελληνικό δημόσιο. Καμία απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο και καμία διάταξη του ανακριτή, δεν έχει κύρος, αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο Εισαγγελέας.

Εισαγγελέας είναι δικαστικός λειτουργός (μόνιμος) που ασκεί εν ονόματι του κράτους την κατηγορία, εκπροσωπώντας την πολιτεία ενώπιον του δικαστηρίου, κατά τη διεξαγωγή της δίκης. Το άρθρο 87 του Συντάγματος, προβλέπει την ανεξαρτησία των εισαγγελέων και των δικαστών.Οι δικαστές και εισαγγελείς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.

Ο Εισαγγελέας δεν πρέπει να συγχέεται με το δημόσιο κατήγορο, ο οποίος εκπροσωπεί την πολιτεία στα κατώτερα ποινικά δικαστήρια (πταισματοδικεία) και είναι συνήθως αξιωματικός της Αστυνομίας. Στη περίπτωση αξιόποινης πράξης, που η δίωξή της δεν απαιτεί έγκληση ή αίτηση, τότε η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα αμέσως μόλις περιέλθει στον Εισαγγελέα πληροφορία διάπραξης είτε από αναφορά, είτε από μήνυση, είτε από οποιοδήποτε μέσον σχετική πληροφορία. εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει δικαίωμα να ενεργεί:

α) προκαταρκτική εξέταση, για να κρίνει αν υπάρχει περίπτωση ποινικής δίωξης,

β) προανάκριση, για να βεβαιωθεί αξιόποινη πράξη.

Μπορεί ακόμα να παρευρίσκεται ο ίδιος ή ένας από τους αντεισαγγελείς που υπάγονται σ’ αυτόν κατά την ενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης και να ενημερώνεται οποτεδήποτε ως προς τα έγγραφα που αφορούν την ανάκριση.

Ο Δικηγόρος Αθηνών, Χρήστος Ηλ. Τσίχλης.

Ο Εισαγγελέας απολαύει κατά το Σύνταγμα λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Όμως σε αντίθεση με τους δικαστές οι Εισαγγελείς υποχρεούνται να υπακούουν στις νόμιμες εντολές των ανωτέρων τους Εισαγγελέων. Έτσι μπορεί π.χ. ο Εισαγγελέας Εφετών να παραγγείλει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών να ασκήσει κατά κάποιου ποινική δίωξη,όχι όμως και το αντίθετο,αλλά δεν επιτρέπεται να επηρεάσει την κρίση του κατα την εκδίκαση μίας υπόθεσης ενώπιον του ακροατηρίου,ακριβώς όπως και στους δικαστές. Τυχόν απόπειρα επηρεασμού αποτελεί βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα. Κανένας ανώτερος στην βαθμίδα εισαγγελέας δεν νομιμοποιείται να δώσει παραγγελία στον υφιστάμενό του να παραλείψει νόμιμες υπηρεσιακές ενέργειες,σύμφωνες με τις δικονομικές διατάξεις και το Σύνταγμα,συμπεριλαμβανομένου και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Ο Εισαγγελέας προΐσταται των διωκτικών Αρχών (Αστυνομίας, Λιμενικού, Τελωνείου κλπ) στα πλαίσια της δίωξης αδικημάτων. Εποπτεύει τους δικαστικούς υπαλλήλους και βεβαιώνει τυχόν πειθαρχικά τους παραπτώματα και ασκεί την ποινική δίωξη είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ’ έγκληση (κατόπιν μηνύσεως). Αν κάποιος έχει έννομο συμφέρον να προβούν οι διωκτικές αρχές σε κάποια πράξη, μπορεί να ζητήσει από τον Εισαγγελέα (συνήθως τον Εισαγγελέα υπηρεσίας) να εκδώσει εισαγγελική παραγγελία προς τις αρχές, που θα τις υποχρεώνει να προβούν σε ορισμένη πράξη. Ο εισαγγελέας διευθύνει την προανάκριση για κάθε αξιόποινη πράξη και έχει την εποπτεία της. Όταν διενεργείται αστυνομική προανάκριση, δηλαδή έχουν προστρέξει οι διωκτικές αρχές, ο παριστάμενος προανακριτικός υπάλληλος έχει την υποχρέωση να ενημερώσει ευθύς αμέσως τον αρμόδιο εισαγγελέα, που έχει το δικαίωμα να επιληφθεί προσωπικά της διεξαγωγής. Επίσης έχει το δικαίωμα να διενεργεί ο ίδιος κάθε προανακριτική πράξη, όπως λ.χ.τη λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, τη διενέργεια αυτοψίας, τη σύνταξη εγγράφων ( έκθεση βεβαίωσης πλημμελήματος, έκθεση κατάσχεσης ) κλπ. Σύμφωνα με τη νομολογία ο εισαγγελέας, κατα την δίωξη του εγκλήματος (να μην συγχέεται με την άσκηση ποινικής δίωξης ) έχει το προβάδισμα έναντι κάθε άλλης αρχής.Στην περίπτωση κακουργήματος, μετά την άσκηση ποινικής δίωξης επακολουθεί η κύρια ή τακτική ανάκριση εκ μέρους του ανακριτή ( δικαστής πρωτοδίκης ).

Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία καμία απόφαση ποινικού δικαστηρίου που λαμβάνεται σε δημόσια συνεδρίαση ή συμβούλιο μπορεί να είναι έγκυρη αν προηγουμένως δεν έχει εκφέρει γνώμη ο Εισαγγελέας. Ο Εισαγγελέας μπορεί να ασκεί έφεση και αναίρεση κατά αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων. Είναι ο μόνος που μπορεί να ασκεί ένδικα μέσα κατά αθωωτικών αποφάσεων (αλλιώς επί βουλευμάτων, όπου μπορεί να ασκεί ένδικα μέσα και ο πολιτικώς ενάγων, δηλ. το θύμα).

Ο Εισαγγελέας πρωταρχικό σκοπό έχει τη διαλεύκανση της υπόθεσης και όχι την καταδίκη του κατηγορουμένου. Μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, σε αντίθεση με άλλα δίκαια, στην Ελλάδα δεν μπορεί να την ανακαλέσει, αν στην πορεία αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε την πράξη για την οποία κατηγορείται. Απαλλαγή του κατηγορουμένου θα γίνει τότε είτε από Δικαστικό Συμβούλιο κατά την προδικασία, αφού προηγηθεί σχετική πρόταση του εισαγγελέα, είτε στο ακροατήριο. Γι’ αυτό και αν κατά τη διάρκεια της δίκης πειστεί ο Εισαγγελέας ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος, οφείλει να ζητήσει από το Δικαστήριο την αθώωσή του.

Ο Εισαγγελέας έχει περιορισμένες αρμοδιότητες και στα πολιτικά δικαστήρια, στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (αναγνώριση σωματείου, δικαστική συμπαράσταση, κήρυξη σε αφάνεια, άρνηση υποθηκοφύλακα να μεταγράψει συμβόλαιο κλπ.). Σε αυτές τις υποθέσεις εκπροσωπεί τα συμφέροντα της πολιτείας και μπορεί να ασκεί έφεση κατά δικαστικών αποφάσεων, αν θεωρεί ότι δεν εφαρμόστηκε σωστά ο νόμος. Στον Άρειο Πάγο ο Εισαγγελέας του Αρειου Πάγου έχει πολύ ευρείες αρμοδιότητες στις αστικές υποθέσεις, καθώς έχει δικαίωμα ο ίδιος ή διά των Αντιεισαγγελέων του Αρείου Πάγου να εισηγείται την άποψή του σε κάθε υπόθεση, αστική ή ποινική.

Εισαγγελέας γίνεται κανείς αφού έχει σπουδάσει νομικά και αφού εισαχθεί με εξετάσεις στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Μετά από φοίτηση 18 μηνών αποφοιτά ως εισαγγελικός πάρεδρος.

Κατά το άρθρο 177 του ΚΠοινΔ, οι δικαστές δεν υποχρεούνται να ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, αλλά πρέπει να αποφασίζουν κατά την δική τους πεποίθηση, ακούοντας, για το σκοπό αυτό, την φωνή της συνειδήσεώς τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση, που προκύπτει από τις συζητήσεις για την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων και την αξία των λοιπών αποδείξεων (π.χ. για το αξιόπιστο των μαρτύρων).

Εν συνεχεία, κατά το άρθρο 340 εδ. α’ του ΚΠολΔ, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί.

Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 91 § 1 του Ν. 1756/1988 (Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 106 § 3 του Ν. 4055/2012, το πειθαρχικό παράπτωμα του δικαστικού λειτουργού συντελείται με υπαίτια και καταλογιστή ενέργεια ή παράλειψή του, εντός ή εκτός υπηρεσίας, η οποία αντίκειται προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το Σύνταγμα και τις κείμενες διατάξεις ή είναι ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του και θίγει το κύρος του ή το κύρος της δικαιοσύνης.

Προσέτι, κατά το άρθρο 93 § 4 του ως άνω Κώδικα, όταν πρόκειται για παράπτωμα που οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια, ο πειθαρχικός δικαστής μπορεί, εκτιμώντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχει τελεστεί και την προσωπικότητα του διωκομένου, να μην επιβάλλει ποινή.

Κατά το άρθρο 99 § 4 του ίδιου Κώδικα, αν πρόκειται για πειθαρχικά παραπτώματα που οφείλονται σε ελαφρά αμέλεια και δικαιολογούν μόνο ποινή επίπληξης, η δίωξη απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου, το οποίο λαμβάνει υπόψη το συμφέρον της δικαιοσύνης και την όλη διαγωγή του δικαστικού λειτουργού εντός και εκτός της υπηρεσίας.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει την εξουσία να διεξάγει έρευνες και να ασκεί διώξεις για υποθέσεις απάτης σε βάρος του ενωσιακού προϋπολογισμού.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι ένα ανεξάρτητο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρμόδιο να ερευνά, να διώκει και να παραπέμπει ενώπιον της δικαιοσύνης εγκλήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, όπως:

-απάτη
-διαφθορά
-ξέπλυμα χρήματος
-διασυνοριακή απάτη στον τομέα του ΦΠΑ


Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία άρχισε να λειτουργεί την 1η Ιουνίου 2021.

spot_img

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ