16.6 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Πώς τιμωρείται το αδίκημα παράβασης καθήκοντος Δημάρχου ή ζημίας εις βάρος δημοσίου συμφέροντος

Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών-Συνταγματολόγος-Συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα-Δ.Σ. Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων-Δ.Σ. Ιδρύματος Μπότσαρη-Νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτών-Νομικός σύμβουλος Business Group Startoluxe LTD.

Σε περίπτωση παράβασης καθήκοντος Δημάρχου της χώρας ή ζημίας εις βάρος του δημοσίου:

Ο συγκεκριμένος δήμαρχος εκπίπτει από το αξίωμα του και τιμωρείται ποινικά. Η διαδικασία της δίωξης, ξεκινά με καταγγελία στον αρμόδιο Εισαγγελέα ή στην αποκεντρωμένη διοίκηση ή στο υπουργείο εσωτερικών ή στην εθνική αρχή διαφάνειας ή στην διεύθυνση οικονομικής Αστυνομίας ή στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή στο υπουργείο δικαιοσύνης. Τα τοπικά συμβούλια χωριών, έχουν γνωμοδοτικό χαρακτήρα ως γνωμοδοτικά όργανα και η ποινική ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά τον εκάστοτε Δήμαρχο. Ζημία εις βάρος του δημοσίου, δεν στοιχειοθετείται μονάχα από παράνομες πράξεις, αλλά και από νόμιμες ενέργειες, όταν το δημόσιο θα μπορούσε να αποκομίσει περισσότερα οφέλη, ακολουθώντας διαφορετική οδό.

Ο κανόνας «άγνοια νόμου δεν συγχωρείται» δεν έχει μόνο στενά νομικό περιεχόμενο. Αποτελεί την κατευθυντήρια αρχή δράσης κάθε πολίτη, ο οποίος αν δε γνωρίζει ποια δικαιώματα έχει, γιατί περιορίζονται, πότε γίνεται καταχρηστική η άσκησή τους και πως τα υπερασπίζεται, δεν καθίσταται μόνον ο ίδιος αντικείμενο αυθαιρεσιών, αλλά θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών.


Σε ένα δημοκρατικό καθεστώς δεν είναι ο νόμος που πρυτανεύει, αλλά το δίκαιο στο σύνολό του.
Η διάταξη του άρθρου 259 του Ποινικού Κώδικα και του άρθρου 105 του Εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα, αφορά και τον αιρετό εκπρόσωπο του Δήμου ή του δημοσίου εν γένει . Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του Π.Κ., ο αιρετός εκπρόσωπος ή υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη”.

Από τη διάταξη αυτή, με την οποία προστατεύεται το έννομο αγαθό της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της δημόσιας υπηρεσίας, για το γενικότερο συμφέρον, συνάγεται ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, δράστης του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α’ και 263Α του Π.Κ., απαιτούνται

α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται με νόμο ή με διοικητική πράξη ή με ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου και αναφέρεται στην έκφραση από αυτόν της θελήσεως της πολιτείας, μέσα στον κύκλο των δημόσιων υποθέσεων και ενεργειών στις σχέσεις της απέναντι στους τρίτους,

β) δόλος του δράστη, που συνίσταται είτε στη θέληση είτε στη γνώση και αποδοχή της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας του (άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος)

και γ) σκοπός, ως πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, να προσπορισθεί στον ίδιο το δράστη ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κάποιον άλλον, χωρίς να είναι αναγκαίο να επιτευχθεί ο σκοπός και να επέλθει η επιδιωχθείσα ωφέλεια ή βλάβη. Επομένως, αξιόποινη είναι η ελεγχόμενη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του υπαλλήλου μόνο αν συνιστά (θετικά ή αποθετικά) έκφραση πολιτειακής βουλήσεως και άσκηση κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων. Για να συντρέχει δε ο ανωτέρω σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης πρέπει, όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξή του, αφού ο όρος “με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον” λογικά σημαίνει, ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από το δράστη, μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο) και επί πλέον, ότι η βούληση του δράστη κατευθύνεται στην απόκτηση του οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης (υποκειμενικό στοιχείο). Έτσι, μεταξύ της πράξεως και του σκοπού οφέλους ή βλάβης πρέπει να υπάρχει τέτοια αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος να είναι είτε ο αποκλειστικός τρόπος είτε ο πρόσφορος τρόπος περιποιήσεως του σκοπούμενου οφέλους ή της βλάβης.

Στη φωτογραφία ο Δικηγόρος Αθηνών, Χρήστος Ηλ. Τσίχλης.

Τέτοια προσφορότητα υπάρχει όταν η ωφέλεια ή η βλάβη που επιδιώκει ο δράστης μπορεί να πραγματωθεί μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος ή και με την παράβαση αυτού. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να προσδιορίζονται γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά ούτε αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους, ενώ δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, οπότε διαλαμβάνεται περί του δόλου αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όμως, όταν για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται κατά το νόμο, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, και πρόσθετα στοιχεία, όπως, μεταξύ άλλων, ορισμένος περαιτέρω σκοπός (υπερχειλής δόλος), όπως συμβαίνει επί παραβάσεως καθήκοντος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των πραγματικών περιστατικών που δικαιολογούν τον ως άνω σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας και καθίσταται αναιρετέα για τον προεκτεθέντα λόγο.

Η βασική συμβολή της απόφασης της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1501/2014, είναι η ρητή αναγνώριση της ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του, όχι μόνο παράνομες, όπως ρητώς προβλέπει η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, αλλά και ΝΟΜΙΜΕΣ (Α). Στη δεύτερη περίπτωση, βεβαίως, οι προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της ευθύνης είναι πιο αυστηρές (Β).

Α. Η κατάφαση της αποζημιωτικής ευθύνης από ζημιογόνες νόμιμες πράξεις

Σύμφωνα με πάγια νομολογία που ερμηνεύει τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη πρέπει να είναι παράνομη [ΣτΕ 1024/2005, 1011/2008, 322, 1512,3089/2009, 167, 201/2014], έννοια μάλιστα που ερμηνεύεται διασταλτικά, εφόσον η σχετική προϋπόθεση συντρέχει όχι μόνο σε περίπτωση παράβασης κανόνων δικαίου, αλλά και κανόνων της επιστήμης και της τέχνης [Ευθύνη του Δημοσίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, υπάρχει όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία και τους οικείους κανονισμούς, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (ΣτΕ 347, 4776/1997, 3632/2001, 1221/2002, 2727/2003, 2146/2004, 2579/2006, 2796/2006, 1019/2008, 1183/2013)]. Για πρώτη φορά [η απόφαση ΣτΕ 5504/2012, την οποία παραθέτει η Ολομέλεια, εκδόθηκε επί ακυρωτικής διαφοράς και εξέτασε το θέμα της αποζημίωσης από σύννομες πράξεις παρεμπιπτόντως. Κρίθηκε συναφώς ότι, όταν τα μέτρα που λαμβάνονται προς τον σκοπό της προστασίας μιας περιοχής έχουν ως αποτέλεσμα ουσιώδη στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας, σε σχέση με τον προορισμό της, δεν αναιρείται εκ μόνου του λόγου αυτού η νομιμότητά τους, αλλά γεννάται αξίωση των τυχόν θιγομένων ιδιοκτητών προς αποζημίωση, ανάλογα με την έκταση, την ένταση και τη χρονική διάρκεια της ζημίας, αδιαφόρως εάν έχει περιληφθεί σχετική ρήτρα στην κανονιστική πράξη επιβολής των περιοριστικών όρων και απαγορεύσεων, υπό την αυτονόητη, πάντως, προϋπόθεση ότι το επιβαλλόμενο βάρος υπερβαίνει το εύλογο όριο ανοχής και αλληλεγγύης, το οποίο δικαιούται να αξιώνει το Κράτος από το σύνολο των πολιτών ή ορισμένη μερίδα τους, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος και ενόψει του κατά το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος κοινωνικού περιεχομένου της ιδιοκτησίας, μεταβάλλεται δηλαδή σε θυσία ελαχίστων κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Το ζήτημα της αποζημίωσης είναι αυτοτελές, κρινόμενο από τον δικαστή της αποζημίωσης και όχι από τον ακυρωτικό δικαστή. Συνεπώς, η απουσία σχετικής ρήτρας στην οικεία κανονιστική πράξη δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα του χαρακτηρισμού ορισμένης έκτασης ως περιοχής προστασίας και της επιβολής, συναφώς, περιοριστικών μέτρων] το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται ότι η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου στοιχειοθετείται γενικώς (εφόσον βεβαίως συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις) στην περίπτωση πρόκλησης ζημίας από νόμιμες πράξεις, ανεξαρτήτως των ειδικώς οριζομένων περιπτώσεων (άρθρα 17 παρ. 2 επ., 18 παρ. 5 και 24 παρ. 6 του Συντάγματος και σχετική νομοθεσία). Στην περίπτωση βεβαίως των ζημιογόνων νόμιμων πράξεων, η ευθύνη θεμελιώνεται απευθείας στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος [βλ. συναφώς ΣτΕ 2165/2013]. Πρόκειται μάλιστα για νομολογιακή διεύρυνση των περιπτώσεων αποζημιωτικής ευθύνης, στην οποία προχώρησε με την απόφαση 1501/2014 η Ολομέλεια, χωρίς η διεύρυνση αυτή να είναι αναγκαία για την επίλυση της συγκεκριμένης υπό κρίση διαφοράς.

Επισημαίνεται, πάντως, ότι σε δύο αποφάσεις της Ολομέλειας σχετικά με το απαράδεκτο του ευθέος ακυρωτικού ελέγχου των κυβερνητικών πράξεων [άρθρο 45 παρ. 5 του πδ 18/1989], εξετάσθηκε σε obiterdictum το δικαίωμα αποζημίωσης βάσει του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Πράγματι, κατά την ειδική γνώμη που διατύπωσαν μέλη του Δικαστηρίου στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 3669/3006 και ΣτΕ Ολ 22/2007, ο αιτών που βάλλει κατά κυβερνητικής πράξης, όπως η εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης άρνηση άδειας αναγκαστικής εκτέλεσης κατά αλλοδαπού Δημοσίου, δεν στερείται του δικαιώματος δικαστικής προστασίας που προβλέπεται και κατοχυρώνεται από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος καθιερώνει την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών και, συνεπώς, επιτάσσει την αποκατάσταση της ζημίας, πλέον της συνήθους, που οποιοσδήποτε υφίσταται χάριν του δημοσίου συμφέροντος, όπως αυτό εκάστοτε προσδιορίζεται από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας. Έτσι, στις περιπτώσεις που απασχόλησαν το Δικαστήριο, κατά την εν λόγω συλλογιστική, οι αιτούντες είναι δυνατόν να υποστούν ζημία από την άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης να χορηγήσει άδεια για την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του Ιρακινού Δημοσίου ή για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτων του Γερμανικού Δημοσίου προς εξασφάλιση απαιτήσεων που έχουν διαγνωσθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Η πιο πάνω όμως άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης σκοπεί στη θεραπεία του δημοσίου συμφέροντος και, ακριβέστερα, αφορά στις σχέσεις της Χώρας με το Ιράκ ή την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Κατά συνέπεια, η ζημία που προκαλείται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, ή κύκλο προσώπων, από την άρνηση αυτή –εφόσον η αποκατάστασή της δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου– δεν πρέπει να επιρριφθεί αποκλειστικά στον αιτούντα ή στους αιτούντες, αλλά στο κοινωνικό σύνολο, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπει η άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Επομένως, οι αιτούντες έχουν το δικαίωμα, κατ’επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, να ασκήσουν ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου και να ζητήσουν την αποκατάσταση της πιο πάνω ζημίας. Στις ανωτέρω αποφάσεις όμως, που κατέληξαν στο απαράδεκτο των αιτήσεων ακύρωσης κατά των προσβαλλόμενων κυβερνητικών πράξεων, η δυνατότητα αποζημίωσης κατ’επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος διατυπώθηκε απλώς ως obiterdictum, ελλείψει αποζημιωτικών αιτημάτων.

Β. Οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης: «βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία»

Η Ολομέλεια θέτει ως προϋπόθεση θεμελίωσης της ευθύνης από νόμιμες πράξεις την ιδιαίτερη και σπουδαία βλάβη «σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, συμφωνα με την οικεία νομοθεσία». Πρόκειται για την πάγια ερμηνεία του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος που συνδέεται με τη θυσία των ελαχίστων και την υπέρβαση του εύλογου και ανεκτού ορίου αλληλεγγύης στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος. Τα κριτήρια της ιδιαίτερης και σπουδαίας βλάβης δεν εξειδικεύονται περαιτέρω, δεδομένου ότι η αναγνώριση της ευθύνης για νόμιμες ζημιογόνες πράξεις δεν συνδέεται, στη σχολιαζόμενη απόφαση, με την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς. Επιβάλλεται, πάντως, να τονισθεί ότι η απόφαση υιοθετεί πιο προοδευτική λύση από την πάγια νομολογία του ΔΕΚ σχετικά με την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας. Πράγματι, όπως επισημαίνεται με την απόφαση Fiamm [ ΔΕΚ της 9.9.2008, C-120/06, Fiamm, Συλλογή 2008, σ. Ι-6513, σκέψεις 108-110], η κοινοτική νομολογία καθιέρωσε, βάσει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ (νυν άρθρο 340 ΣΛΕΕ), την ύπαρξη του καθεστώτος εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας «λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της» και τις προϋποθέσεις εφαρμογής του καθεστώτος αυτού. Αντίθετα, δεν προέβη στην αναγνώριση τέτοιου καθεστώτος σε περίπτωση που δεν υφίσταται παράνομη συμπεριφορά. Το Δικαστήριο περιορίσθηκε να διευκρινίσει ορισμένες από τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες μια τέτοια ευθύνη «θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί σε περίπτωση αποδοχής, στο κοινοτικό δίκαιο, της αρχής της ευθύνης της Κοινότητας εκ νομίμου πράξεως» [Στη σκέψη 18 της απόφασης της 15ης Ιουνίου 2000, C‑237/98 P, Dorsch Consult κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I‑4549). Bλ. επίσης, με ανάλογη διατύπωση, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1984, 59/83, Biovilac κατά ΕΟΚ (Συλλογή 1984, σ. 4057, σκέψη 28)]. Εάν λοιπόν γίνει αποδεκτό, επί της αρχής, ότι υφίσταται μια τέτοια ευθύνη –πράγμα που όμως δεν φαίνεται να έχει συμβεί ακόμη– η γένεση της ευθύνης αυτής θα απαιτούσε, τουλάχιστον, να πληρούνται τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις, που συνίστανται στο υποστατό της ζημίας, στην ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας αυτής και της οικείας πράξης, καθώς και στον ασυνήθη και ειδικό χαρακτήρα της ζημίας.

Ενδιαφέρουσα είναι η ερμηνεία της «ασυνήθους και ειδικής ζημίας» –έννοιας παρεμφερούς προς αυτή της «ιδιαίτερης και σπουδαίας βλάβης»– στην οποία προέβη ο γενικός εισαγγελέας PoiaresMaduro, o οποίος πρότεινε τη διαμόρφωση καθεστώτος ευθύνης της Κοινότητας άνευ πταίσματος (“sansfaute”), διατυπώνοντας, στις προτάσεις του επί της υπόθεσης Fiamm, και τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησής της. Ο γενικός εισαγγελέας παρακίνησε το Δικαστήριο να κάνει ένα περαιτέρω βήμα, καθιερώνοντας την αρχή της άνευ πταίσματος ευθύνης της Κοινότητας και τη μετάβαση της σχετικής νομολογίας από το στάδιο του ενδεχομένου στο στάδιο της βεβαιότητας, από τη φάση των δισταγμών στη φάση των αποφάσεων. Οι σκέψεις του θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για την ελληνική νομολογία, η οποία φαίνεται ότι υιοθετεί την προσέγγισή του επί της αρχής.

Κατά τον γενικό εισαγγελέα, η καθιέρωση της αρχής της άνευ πταίσματος ευθύνης της Κοινότητας, υπό την έννοια της έλλειψης παρανομίας της ζημιογόνου πράξης, θα μπορούσε να στηριχθεί στην αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών επί της οποίας το γαλλικό διοικητικό δίκαιο θεμελίωσε την ευθύνη από τη νομοθετική δράση. Ειδικότερα, επειδή κάθε δημόσια δραστηριότητα θεωρείται ότι ωφελεί το κοινωνικό σύνολο, είναι φυσικό οι πολίτες να φέρουν άνευ ανταλλάγματος τα βάρη που απορρέουν από αυτή. Εάν όμως, προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, οι δημόσιες αρχές προξενούν ιδιαιτέρως σοβαρή ζημία σε ορισμένα άτομα που την υφίστανται μόνα, προκαλείται ένα βάρος το οποίο αυτοί δεν είναι, κατ’ αρχήν, υποχρεωμένοι να φέρουν και για το οποίο πρέπει να αποζημιώνονται. Η αποζημίωση αυτή, η οποία βαρύνει το κοινωνικό σύνολο μέσω του φόρου, αποκαθιστά τη διαταραχθείσα ισότητα. Η ιδέα αυτή δεν απέχει πολύ από τη «Sonderopfertheorie» (θεωρία περί ιδιαίτερης θυσίας) του γερμανικού δικαίου, κατά την οποία τα άτομα τα οποία, λόγω νόμιμης επέμβασης των δημοσίων αρχών, υφίστανται «ειδική θυσία», δηλαδή ζημία που ισοδυναμεί με απαλλοτρίωση, δηλαδή στέρηση της ιδιοκτησίας. Υπό το πρίσμα αυτό, η αρχή της άνευ πταίσματος ευθύνης μπορεί να στηριχθεί ταυτόχρονα στη διατάραξη της ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών και στην προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Επομένως οι μόνες ζημίες για τις οποίες η άνευ πταίσματος ευθύνη συνεπάγεται αποζημίωση είναι αυτές που έχουν ταυτόχρονα ασυνήθη και ειδικό χαρακτήρα [σημεία 62, 63 και 74 των προτάσεων στην υπόθεση Fiamm].

Ειδικότερα, όπως ακριβώς απολαύουν των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από την οργάνωση της κοινωνικής ζωής και την επέμβαση των δημοσίων αρχών προς τον σκοπό αυτόν, όλοι οι ιδιώτες οφείλουν να φέρουν, άνευ ανταλλάγματος, και τα συνήθη μειονεκτήματα που απορρέουν από τις σχετικές ρυθμίσεις. Ακόμη και αν τα βάρη αυτά δεν πλήττουν ομοιόμορφα όλους τους πολίτες, δηλαδή είναι ασύμμετρα, δεν παρέχουν δικαίωμα αποζημίωσης και ο δικαστής δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει την τέλεια ισότητα.

Δεν ισχύει το ίδιο όταν η δημόσια επέμβαση προξενεί ασυνήθη και ειδική ζημία. Η ασυνήθης ζημία είναι, κατ’ αρχάς, αυτή που υπερβαίνει τα όρια των οικονομικών κινδύνων που είναι σύμφυτοι με τις δραστηριότητες στον οικείο τομέα, δηλαδή που απορρέει από την πραγμάτωση κινδύνου τον οποίο το θύμα δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει, κατά του οποίου δεν μπορούσε να ασφαλιστεί.

Περαιτέρω, η ζημία πρέπει να είναι σοβαρή, για να μπορεί να προσομοιασθεί με απαλλοτρίωση, η οποία, για λόγους προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας, πρέπει να αποκατασταθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ζημία πρέπει να ισοδυναμεί με πλήρη και οριστική στέρηση της ιδιοκτησίας, αλλά να συνεπάγεται αρκούντως σοβαρή προσβολή των συστατικών στοιχείων του δικαιώματος της ιδιοκτησίας (usus, fructus και abusus [χρήση, κάρπωση, εκμετάλλευση]). Επιπλέον, για να δημιουργήσει δικαίωμα για αποζημίωση, η ασυνήθης κατά την ανωτέρω έννοια ζημία πρέπει να εμφανίζει και ειδικό χαρακτήρα, δηλαδή να αφορά μικρό αριθμό ιδιωτών ή, ακριβέστερα, να θίγει ειδική κατηγορία επιχειρηματιών κατά τρόπο δυσανάλογο σε σχέση με τους άλλους επιχειρηματίες. Πράγματι μόνο στην περίπτωση αυτή θίγεται η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών [σημείο 77 των προτάσεων στην υπόθεση Fiamm].

Με την ανωτέρω οριοθέτηση, οι προϋποθέσεις του ασυνήθους και του ειδικού χαρακτήρα της ζημίας είναι αρκούντως περιοριστικές, ώστε η δυνατότητα εφαρμογής της αρχής της ευθύνης από νόμιμες πράξεις δεν θίγει την πολιτική ελευθερία των θεσμικών οργάνων. Ο αριθμός εκείνων που μπορούν να προβάλουν ζημία που να πληροί τις προϋποθέσεις αυτές θα είναι πάντοτε πολύ περιορισμένος, οπότε το βάρος που μπορεί να συνεπάγεται για τον προϋπολογισμό της Ένωσης ενδεχόμενη αποζημίωση δεν μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα όσον αφορά τη συμπεριφορά των πολιτικών κοινοτικών οργάνων.

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ